εύσχετος — εὔσχετος, ον (Α) αυτός που συγκρατείται εύκολα στη θέση του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σχετος (< έχω), πρβλ. ακατά σχετος ά σχετος] … Dictionary of Greek
εὔσχετα — εὔσχετος easily kept in its place neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)